- αναισχυντία
- η (Α ἀναισχυντία) [ἀναίσχυντος]έλλειψη αισχύνης, αιδούς, αναίδεια, αδιαντροπιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναισχυντία — ἀναισχυντίᾱ , ἀναισχυντία shamelessness fem nom/voc/acc dual ἀναισχυντίᾱ , ἀναισχυντία shamelessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντίᾳ — ἀναισχυντίαι , ἀναισχυντία shamelessness fem nom/voc pl ἀναισχυντίᾱͅ , ἀναισχυντία shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναισχυντία — η αδιαντροπιά, αναίδεια, θρασύτητα: Έδειξε τέτοια αναισχυντία σε ορισμένη περίπτωση, που δε θέλω να τον ξαναδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀναισχυντίας — ἀναισχυντίᾱς , ἀναισχυντία shamelessness fem acc pl ἀναισχυντίᾱς , ἀναισχυντία shamelessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντίας — ἀναισχυντίᾱς , ἀναισχυντία shamelessness fem acc pl ἀναισχυντίᾱς , ἀναισχυντία shamelessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντίαι — ἀναισχυντία shamelessness fem nom/voc pl ἀναισχυντίᾱͅ , ἀναισχυντία shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντίαν — ἀναισχυντίᾱν , ἀναισχυντία shamelessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντίαις — ἀναισχυντία shamelessness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισχυντίην — ἀναισχυντία shamelessness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… … Dictionary of Greek